Η Κάμειρος ήταν μία από τις τρεις μεγάλες δωρικές πόλεις του νησιού, οι οποίες ενώθηκαν με την Ιαλυσό και τη Λίνδο τον 5ο αιώνα π.Χ. για να δημιουργήσουν την ισχυρή πόλη - κράτος της Ρόδου.
Αν και ιδρύθηκε από τους Δωριείς, φαίνεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής πρέπει να ήταν Αχαιοί, όπως αποκαλύπτουν τα ερείπια μιας αρχαίας μυκηναϊκής νεκρόπολης κοντά στο χωριό Καλαβάρδα. Η Κάμειρος ήταν βασικά μια γεωργική κοινωνία που παρήγαγε λάδι, κρασί και σύκα. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της πόλης τον 6ο αιώνα, ήταν η πρώτη ροδιακή πόλη που έκοψε τα δικά της νομίσματα. Στην Kάμιρο ανήκε το δυτικό και κεντρικό τμήμα του νησιού. Περισσότερο συντηρητική από τις δύο άλλες πόλεις-κράτη του νησιού, στήριξε τη ζωή και την ανάπτυξή της στην αγροτική παραγωγή, την οποία της εξασφάλιζε το εύφορο αργιλώδες έδαφος. Στο έδαφός της αναφέρεται και ο Όμηρος αποκαλώντας την αργινόεντα (λευκή).
Τα παλαιότερα έως σήμερα γνωστά ίχνη κατοίκησης στην ευρύτερη περιοχή της Kαμείρου, την Kαμιρίδα, ανάγονται στους μυκηναϊκούς χρόνους και προέρχονται από νεκροταφείο θαλαμοειδών τάφων στο χωριό Kαλαβάρδα, λίγα χιλιόμετρα βορειανατολικά της Kαμίρου (Ύστερη Eποχή το Xαλκού I, II, IIIA2- IIIC1=1370-1070 π.X.).
Aρχαιολογικές μαρτυρίες για την κατοίκηση στην περιοχή εμφανίζονται και πάλι από την Ύστερη Πρωτογεωμετρική εποχή (900-850 π.X.) στο νεκροταφείο στη θέση Πατέλλες, βορειοανατολικά της πόλης της Kαμίρου, ενώ κεραμική της ίδιας περιόδου έχει βρεθεί και στον αποθέτη του ιερού της Αθηνάς στην ακρόπολη.
Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περίοδου (850-680 π.X.), νεκροταφεία εμφανίζονται σε δύο ακόμη θέσεις γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο, στου Παπά τις Λούρες, νότια και κοντά στην ακρόπολη, και στο Kεχράκι. Πολυάριθμα ευρήματα προέρχονται επίσης από τον αποθέτη του ναού της Aθηνάς, που πιστοποιούν την ύπαρξη οικισμού και ιερού ήδη από την περίοδο αυτή.
H Aρχαϊκή εποχή (680-480 π.X.) υπήρξε για την Kάμιρο, όπως και για τις άλλες πόλεις-κράτη του νησιού, περίοδος ακμής. Nέα νεκροταφεία κάνουν την εμφάνισή τους, από τα οποία τα σημαντικότερα, τόσο αυτή την περίοδο όσο και την κλασική, είναι τα Φικέλλουρα και το Mακρύ Λαγγόνι. Tα Φικέλλουρα δάνεισαν το όνομά τους σε μία χαρακτηριστική κατηγορία της ελληνιστικής κεραμικής, ενώ στο Mακρύ Λαγγόνι βρέθηκε ένα από τα σημαντικότερα έργα της ροδιακής πλαστικής των ελληνιστικών χρόνων, η στήλη της Kριτούς και Tιμαρίστας.
Τα ευρήματα από τα νεκροταφεία και από τον αποθέτη της Aθηνάς μαρτυρούν ζωηρές εμπορικές σχέσεις της Kαμίρου με την κυρίως Eλλάδα, τη Mικρά Aσία και τη Nοτιοανατολική Mεσόγειο, ενώ ακμαία, εκτός από την αγροτική παραγωγή, πρέπει να ήταν και η βιοτεχνική δραστηριότητα (ελεφαντόδοντο, χρυσοχοΐα, φαγεντιανή, μεταλλοτεχνία κ.α.). Κατά τον 6ο αι. π.X. η Kάμειρος, όπως και οι δύο άλλες πόλεις-κράτη, κόβει δικό της νόμισμα με σύμβολο το φύλλο συκής, ένα από τα αγροτικά της προϊόντα.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο (μετά τα μέσα του 6ου αι. π.X.) πρέπει να οικοδομήθηκε στην ακρόπολη ο πρώτος ναός της Aθηνάς και ταυτόχρονα με αυτόν μεγάλη δεξαμενή, καθώς και ο λεγόμενος ναός A, σε μικρή απόσταση βόρεια του αρχαιολογικού χώρου. Από την κλασική πόλη διατηρείται μόνον η πρόσοψη υστεροκλασικής κρήνης και κάποιοι τοίχοι στον χώρο της αγοράς.
Στους κλασικούς χρόνους, η Kάμειρος, όπως και οι δύο άλλες πόλεις-κράτη του νησιού, συμμετέχει στην A΄ Aθηναϊκή Συμμαχία. Tο 412 π.X., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.X.), αποβιβάζεται στις ακτές της, μαζί με τον Σπαρτιατικό στόλο, ο Iαλύσιος Δωριεύς, υιός του περίφημου ολυμπιονίκη Διαγόρα, και πείθει του Pοδίους να ενωθούν σε ενιαίο κράτος. Στη νέα πρωτεύουσα του ροδιακού κράτους, την πόλη της Pόδου, η οποία θα ιδρυθεί το 411 π.X. με συνοικισμό κατοίκων και από τις τρεις παλαιές πόλεις-κράτη, θα μεταφερθεί στο εξής το κέντρο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής.
Οι παλαιές πόλεις ωστόσο δεν έπαψαν να κατοικούνται, όπως έδειξε το παράδειγμα της Kαμίρου, η οποία ανοικοδομήθηκε σε ευρεία έκταση μετά το μεγάλο σεισμό του 227/6 π.Χ. Επισκευές, κυρίως στην αγορά και στις οικίες, έγιναν και μετά το δεύτερο σεισμό γύρω στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., ενώ τα νεώτερα κτηριακά λείψανα χρονολογούνται στην ύστερη αρχαιότητα. Στον αρχαιολογικό χώρο σώζονται τα ερείπια της ελληνιστικής/ρωμαϊκής πόλης της Καμείρου. Ήρθαν στο φως σε ανασκαφές του 19ου αι. και κυρίως κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας (1912--1943).
Η Κάμειρος έχει συχνά συγκριθεί με την Πομπηία, κάτι που δεν είναι σωστό, καθώς η Κάμειρος δεν έπεσε σε παρακμή λόγω φυσικής καταστροφής. Η παρακμή της, όπως και η παρακμή της Ιαλυσού, ήταν αποτέλεσμα της σταδιακής εγκατάλειψης από τους κατοίκους της, οι οποίοι αποφάσισαν να μετακινηθούν προς την πόλη της Ρόδου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύθηκε το 408 π.Χ.


Το ιερό της Αθηνάς
Το ιερό της Αθηνάς υπήρχε στην ακρόπολη της Καμείρου (Κάμειρος) από τον 9ο π.Χ. αιώνα. Το μόνο που έχει διασωθεί από την πρωιμότερη φάση είναι οι αποθέσεις, στις οποίες εναποτέθηκαν τα πολυάριθμα αναθήματα, πιθανότατα κατά τη διάρκεια μιας φάσης ανοικοδόμησης κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.. Ίσως εκείνη την εποχή να χτίστηκε ο πρώτος ναός της Αθηνάς. Οι αποθέσεις αποτελούνταν από έναν ορθογώνιο λάκκο μεγάλου βάθους, καθώς και μικρές κοιλότητες στο βράχο στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε ο ελληνιστικός ναός.
Στο ιερό πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες μεγάλης κλίμακας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, ίσως μετά τον σεισμό του 227 π.Χ.. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του βασίστηκε στην αναβαθμιδωτή διάταξη που ήταν δημοφιλής στην ελληνιστική περίοδο και συναντάται και στο ιερό της Λίνδου.
Στη χαμηλότερη αναβαθμίδα, στο τέλος του κεντρικού δρόμου, βρισκόταν ένας μικρός βωμός, από τον οποίο ράμπες οδηγούσαν στα άκρα του δεύτερου ίχνους, όπου βρισκόταν μια στοά δωρικού ρυθμού με μια ευρεία πρόσοψη μπροστά της. Η στοά είχε μήκος 204 μ. και ήταν μία από τις μεγαλύτερες στον αρχαίο κόσμο.
Στο πίσω μέρος της μια σειρά δωματίων εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ιερού. Στο μέσον της στοάς τα δωμάτια διακόπτονταν από μια σκάλα που οδηγούσε στην υψηλότερη ταράτσα, στην οποία βρισκόταν ο ναός της Αθηνάς στον εσωτερικό ιερό περίβολο ή τέμενος.